Mια Μακρόνησος στο Αγρίνιο
* Μαριάννα Τζιαντζή
Πριν από λίγες μέρες βρέθηκα στο Αγρίνιο για την παρουσίαση ενός καλού βιβλίου, «Μεταπολίτευση, ένα βολικό τέρας» του Διονύση Ελευθεράτου.
«Αύριο, πριν φύγετε, πρέπει να δείτε τη Μακρόνησο και να γνωρίσετε αυτόν που την έφτιαξε», μας λέει ένας φίλος το βράδυ μετά την εκδήλωση. Αυτή η Μακρόνησος είναι ένα γλυπτό που βρίσκεται στο πατάρι ενός καταστήματος με είδη πλεξίματος, ραπτικής και κεντήματος σε έναν πολυσύχναστο εμπορικό δρόμο της πόλης. Τη φιλοτέχνησε ο Γιώργος Τζωρτζόπουλος, που ο πατέρας του ήταν εξόριστος εκεί, χρησιμοποιώντας υλικά που έφερε από το ίδιο το νησί: χώμα, πέτρες και συρματόπλεγμα. Ολόγυρα ζωγράφισε μια θάλασσα με αφρισμένα κύματα. Μια καλλιτεχνική αναπαράσταση. «Τα μόνα δικά μου υλικά που πρόσθεσα είναι λίγο τσιμέντο και γύψος για στερέωση», μας εξηγεί. Εκτός από τη Μακρόνησο, που απεικονίζεται με το ακριβές της περίγραμμα, σε μια βάση περίπου 90x40 εκατοστά, εκεί στο πατάρι υπάρχει κι ένα μικρότερο γλυπτό, η Γυάρος, φτιαγμένο με την ίδια τεχνική και πάλι με υλικά από αυτό το νησί. Γύρω από τα δύο γλυπτά μια θάλασσα από κλωστές, κουμπιά, κορδέλες, μάλλινα νήματα, δαντέλες, κρόσσια μεταξωτά και ανάμεσά τους το σκίρτημα της μνήμης.
Η ιστορία αυτών των δύο έργων είναι εξίσου δυνατή με ό,τι απεικονίζεται. Ιδίως αν λάβουμε υπόψη τη ζωή του πατέρα του Γιώργου Τζωρτζόπουλου, ενός αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, που πέρασε πάνω από τρία χρόνια στην παρανομία στην καρδιά της Αθήνας, από τον Μάρτιο του 1945 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1948, μέχρι να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν στη Μακρόνησο. Ο πατέρας, που πέθανε τη δεκαετία του ’80, είχε ξεναγήσει τον γιο σε όλα τα σημεία όπου κρυβόταν ή συναντούσε τους συντρόφους του καθώς, εν μέσω της ανελέητης αστυνομοκρατίας κι ενώ μαινόταν ο Εμφύλιος, εκείνος συνέχιζε την πολιτική δράση του. Μια άγνωστη γεωγραφία της πόλης: ισόγεια ή υπόγεια μαγαζιά ή συνεργεία στο Μεταξουργείο, στου Ψυρρή, στην Ομόνοια όπου συχνά κοιμόταν κατάχαμα μη θέλοντας να κυκλοφορήσει στην πόλη τη νύχτα. Κι ένα υπεράνω πάσης υποψίας ξενοδοχείο στην οδό Εμμανουήλ Μπενάκη. Αυτή η δύσκολη αλλά πλούσια ζωή του πατέρα πάλλεται κάτω από τα ταπεινά υλικά της τρισδιάστατης απεικόνισης.
Στον νου μου ήρθε η τελευταία σκηνή από την ταινία «Γη και Ελευθερία» του Κεν Λόουτς. Ο κεντρικός χαρακτήρας, ένας νεαρός Αγγλος εργάτης που πολέμησε ως εθελοντής στον ισπανικό Εμφύλιο, επιστρέφει μετά την ήττα στην πατρίδα του φέρνοντας μέσα σε ένα κόκκινο μαντίλι λίγο χώμα από τη γη της Ισπανίας. Στην κηδεία του, αρκετές δεκαετίες μετά, η εγγονή του σκορπίζει το χώμα στον τάφο του, απαγγέλλει λίγους στίχους του Γουίλιαμ Μόρις και υψώνει τη σφιγμένη γροθιά της. Εδώ, στο Αγρίνιο, ο γιος στήνει ένα μνημείο για τον πατέρα και τους χιλιάδες συντρόφους του που εξορίστηκαν και μαρτύρησαν στα δύο αυτά νησιά. Με πρώτη ύλη το χώμα που πάτησαν, τα θραύσματα από τις πέτρες που κουβάλησαν, το σύρμα που τους έκλεινε.
Σήμερα που συζητάμε για την τύχη της Γυάρου, το σκουριασμένο συρματόπλεγμα και οι μαύρες πέτρες μάς θυμίζουν ότι όλα είναι ζωντανά εφόσον ζωντανοί άνθρωποι γνωρίζουν την ιστορία τους, τα σέβονται και αλαφροπάτητοι τα περπατούν.
«Αύριο, πριν φύγετε, πρέπει να δείτε τη Μακρόνησο και να γνωρίσετε αυτόν που την έφτιαξε», μας λέει ένας φίλος το βράδυ μετά την εκδήλωση. Αυτή η Μακρόνησος είναι ένα γλυπτό που βρίσκεται στο πατάρι ενός καταστήματος με είδη πλεξίματος, ραπτικής και κεντήματος σε έναν πολυσύχναστο εμπορικό δρόμο της πόλης. Τη φιλοτέχνησε ο Γιώργος Τζωρτζόπουλος, που ο πατέρας του ήταν εξόριστος εκεί, χρησιμοποιώντας υλικά που έφερε από το ίδιο το νησί: χώμα, πέτρες και συρματόπλεγμα. Ολόγυρα ζωγράφισε μια θάλασσα με αφρισμένα κύματα. Μια καλλιτεχνική αναπαράσταση. «Τα μόνα δικά μου υλικά που πρόσθεσα είναι λίγο τσιμέντο και γύψος για στερέωση», μας εξηγεί. Εκτός από τη Μακρόνησο, που απεικονίζεται με το ακριβές της περίγραμμα, σε μια βάση περίπου 90x40 εκατοστά, εκεί στο πατάρι υπάρχει κι ένα μικρότερο γλυπτό, η Γυάρος, φτιαγμένο με την ίδια τεχνική και πάλι με υλικά από αυτό το νησί. Γύρω από τα δύο γλυπτά μια θάλασσα από κλωστές, κουμπιά, κορδέλες, μάλλινα νήματα, δαντέλες, κρόσσια μεταξωτά και ανάμεσά τους το σκίρτημα της μνήμης.
Η ιστορία αυτών των δύο έργων είναι εξίσου δυνατή με ό,τι απεικονίζεται. Ιδίως αν λάβουμε υπόψη τη ζωή του πατέρα του Γιώργου Τζωρτζόπουλου, ενός αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, που πέρασε πάνω από τρία χρόνια στην παρανομία στην καρδιά της Αθήνας, από τον Μάρτιο του 1945 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1948, μέχρι να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν στη Μακρόνησο. Ο πατέρας, που πέθανε τη δεκαετία του ’80, είχε ξεναγήσει τον γιο σε όλα τα σημεία όπου κρυβόταν ή συναντούσε τους συντρόφους του καθώς, εν μέσω της ανελέητης αστυνομοκρατίας κι ενώ μαινόταν ο Εμφύλιος, εκείνος συνέχιζε την πολιτική δράση του. Μια άγνωστη γεωγραφία της πόλης: ισόγεια ή υπόγεια μαγαζιά ή συνεργεία στο Μεταξουργείο, στου Ψυρρή, στην Ομόνοια όπου συχνά κοιμόταν κατάχαμα μη θέλοντας να κυκλοφορήσει στην πόλη τη νύχτα. Κι ένα υπεράνω πάσης υποψίας ξενοδοχείο στην οδό Εμμανουήλ Μπενάκη. Αυτή η δύσκολη αλλά πλούσια ζωή του πατέρα πάλλεται κάτω από τα ταπεινά υλικά της τρισδιάστατης απεικόνισης.
Στον νου μου ήρθε η τελευταία σκηνή από την ταινία «Γη και Ελευθερία» του Κεν Λόουτς. Ο κεντρικός χαρακτήρας, ένας νεαρός Αγγλος εργάτης που πολέμησε ως εθελοντής στον ισπανικό Εμφύλιο, επιστρέφει μετά την ήττα στην πατρίδα του φέρνοντας μέσα σε ένα κόκκινο μαντίλι λίγο χώμα από τη γη της Ισπανίας. Στην κηδεία του, αρκετές δεκαετίες μετά, η εγγονή του σκορπίζει το χώμα στον τάφο του, απαγγέλλει λίγους στίχους του Γουίλιαμ Μόρις και υψώνει τη σφιγμένη γροθιά της. Εδώ, στο Αγρίνιο, ο γιος στήνει ένα μνημείο για τον πατέρα και τους χιλιάδες συντρόφους του που εξορίστηκαν και μαρτύρησαν στα δύο αυτά νησιά. Με πρώτη ύλη το χώμα που πάτησαν, τα θραύσματα από τις πέτρες που κουβάλησαν, το σύρμα που τους έκλεινε.
Σήμερα που συζητάμε για την τύχη της Γυάρου, το σκουριασμένο συρματόπλεγμα και οι μαύρες πέτρες μάς θυμίζουν ότι όλα είναι ζωντανά εφόσον ζωντανοί άνθρωποι γνωρίζουν την ιστορία τους, τα σέβονται και αλαφροπάτητοι τα περπατούν.
Πηγή : efsyn.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου