«Τους παράχωσαν όλους μαζί, εκατόν είκοσι νοματαίους»




Σήμερα το πρωί, αντιπροσωπεία της Δημοτικής Παράταξης Ανυπότακτο Αγρίνιο αποδίδοντας τον ελάχιστο φόρο τιμής κατέθεσε στεφάνι στο μνημείο των «120» στο Αγρίνιο. Σε ανακοίνωση που εξέδωσε η παράταξη αναφέρει τα εξής:

14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1944 – 14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2021

«Κόσμος πολύς μαζεμένος. Έσπρωξε… Εκτόπισε… Πλησίασε… Εκατό περίπου μέτρα μακριά της, σωρός τα πτώματα. Έκανε να προχωρήσει, μια ξιφολόγχη ακούμπησε απειλητικά το στήθος της. Έφραξε με την παλάμη το στόμα της κι άκουσε γύρω της το θρήνο που ξεσηκωνόταν απ’ το συγκεντρωμένο πλήθος, και τις καμπάνες που χτυπούσαν πένθιμα… Ήταν, άραγε, ανάμεσα στους σκοτωμένους και το δικό της παιδί; Μια σειρά από οπλισμένους γερμανοτσολιάδες, με προτεταμένα τα όπλα τους προς το πλήθος, δημιούργησαν ένα αδιαπέραστο τείχος και την εμπόδιζε να πλησιάσει, να ψάξει μέσα στο φρεσκοσκαμμένο λάκκο το βλαστάρι της.

Κάποιος ανιψιός της, που την ακολουθούσε όλη αυτή την ώρα, έφυγε για την πλατεία να δει, να αναγνωρίσει τους κρεμασμένους. Τρεις ήταν, λέει… Δεν ήταν ο Γιάννης ανάμεσά τους. Μέχρι να πάει και να ‘ρθει ένας απ’ τους συνεργάτες των εκτελεστών ανεβασμένος σ’ ένα πεζούλι, ν’ ακούγεται καθαρά, διάβαζε με βροντερή φωνή, (πάσκιζε να σκεπάσει το θρήνο, τις καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής, ή μήπως και τη συνείδησή του;) τα ονόματα των εκτελεσθέντων. Έκανε, χωρίς να το συνειδητοποιεί, ένα προσκλητήριο νεκρών. Το πρώτο προσκλητήριο νεκρών, όπου κανείς δεν φώναξε «ΑΘΑΝΑΤΟΙ!!!», όπως τους άρμοζε! Με σκισμένη την καρδιά στα δύο, άκουγε – άκουγε – άκουγε… Παπανίκος Γιάννης… Ο Γιάννης της!!!

Δεν της τον έδωσαν, να αγκαλιάσει το άψυχο κορμί του, να τον πλύνει, να τον ντύσει, να τον χτενίσει. Να τον στολίσει γαμπρό, πριν τον παραδώσει στη γη. Να χαϊδέψει τα μαύρα του μαλλιά, να ασπαστεί το πρόσωπό του! Να του βάλει στο πέτο ένα από κείνα τα τριανταφυλλάκια της αυλής τους, που τόσο του άρεσαν! Της στέρησαν το νυχτέρι του!

Τους παράχωσαν όλους μαζί, εκατόν είκοσι νοματαίους, εκεί πίσω απ΄ την Αγία Τριάδα.

Μαυροφορέθηκε την ίδια μέρα κι όσο ζούσε, τη θυμάμαι πάντα με μαύρα. Ο καημός του Γιάννη της δεν γιατρεύτηκε ποτέ.

«Αλήθεια, θεέ μου σχώραμε, η Αγία Τριάδα πού κοίταζε κείνη την ώρα;», έλεγε χρόνια μετά, που βρήκε το κουράγιο και τη δύναμη να μιλήσει για κείνη τη μέρα. Κι όταν ήθελε να αναφερθεί στους εκτελεστές του γιου της, έλεγε: «οι σταυρωτήδες».


Πηγή: Απόσπασμα από το κείμενο της Γιάννας Σμανή «14ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1944 – Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ», που εμπεριέχεται στο βιβλίο του Κώστα Μπουμπουρή, «Το Κουντρί», εκδόσεις Μπατσούλας 

Πηγή: agriniotimes.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το ιδιωτικό και το δημόσιο

Ο τόπος μου;

Οι μεγάλες αλλαγές έρχονται πάντα από τα κάτω