Στης γης την άκρη ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΑΡΜΠΑΤΣΗΣ




Απ’ τις δέκα το βράδυ καθότανε μοναχή στο μπροστά τραπέζι, στα δυο μέτρα απ’ την ορχήστρα. Καθότανε και μέσα σ’ ένα μισάωρο το πολύ, πρέπει να ‘χε πιει πάνω από μια οκά κρασί. Αφού ως κι ο Μάρκος, σ’ ένα σταμάτημα απ’ τα παιξίματα, «Κάνε κράτει» της είπε.

Γύρισε αυτή τον κοίταξε και «Παίξε» του χαμογέλασε. «Παίξε κείνο τ’ απτάλικο που μ’ αρέσει».

Της έγνεψε το κεφάλι και στρέφοντας στο πάλκο έκανε νόημα στους άλλους να το πιάσουν. Μπήκε πρώτα το μπουζούκι και σα γέμισε το τραγούδι με κιθάρες και λοιπά, ανατρίχιασε η ραχοκοκαλιά της. Όποτε και να τ’ άκουγε της βάραγε φλέβα, αλλά κείνη την ώρα βαρύς ήταν ο νταλκάς και μεράκι δεν έλεγε να βγει. Ξεγελιότανε κει με κάνα τακούνι στο τσιμέντο, με κάνα χτύπημα των δαχτύλων στο τραπέζι, τίποτα δεν έκανε. Άσε που το κρασί σαν νερό πια της φαινόντανε. Ήθελε κάτι άλλο. Κάτι που να την κάψει ως τα μέσα, μπας κι έβρισκε κουράγιο. Το σκέφτηκε από δω, από κει, ώσπου «Μια μπουκάλα κονιάκ μ’ ένα καθαρό», παρήγγειλε του γκαρσονιού. Και σα της άφησε το πιοτί μαζί μ’ ένα μικρό, «Όχι απ’ αυτό» του ‘πε. «Μεγάλο ποτήρι φέρε. Από κείνα του νερού».

Κατέβασε μονορούφι το πρώτο κι όλα αλλιώτικα φαινόντανε. Και σαν ο Μάρκος άρχισε με το «Όλοι κατηγορήσανε μέσα στην γειτονιά σου», από κοντά σιγόνταρε κι αυτή. Χαμηλά σιγόνταρε. Χαμηλά κι ήσυχα. Αλλά σαν έφτασε κει που λέει, «Μου ‘παν να μη σ’ αγαπώ κι άλλον να βρω να ζήσω», ήρθανε πάλι και της γύρισε το μυαλό. Κι όπως πιάνει το ποτήρι, του δίνει μια, γέμισε ο τόπος γυαλιά. Φέρνει τη μπουκάλα στο στόμα, πίνει μια γερή κι άλλη γυναίκα τώρα έβλεπες. Πέταξε παπούτσια, έλυσε μαλλιά και μ’ αλαφρά υψωμένα τα χέρια πήγε και στάθηκε μπρος τα όργανα. Στάθηκε και με κλειστά μάτια πήρε κι έφερνε στροφές. Αργές στροφές, μετρημένες, δίχως μόστρες και παραπανίσιες φιγούρες. Και παρόλη τη σούρα, πόντο δεν έχανε. Όπως έπρεπε πάταγε, όπως βάραγαν τα τέμπα, πάνω στο ρυθμό.

Αλλά χόρευε δε χόρευε αυτή, ο δίπλα έτρωγε, ο πέρα φώναζε, σημασία δεν δίνανε. Μόνο ένας έτσι μαύρος, που γύφτος έμοιαζε, έδειχνε κάπως να συγκινιέται. Δεν ήτανε μεγάλος, σαράντα βαριά, αλλά έτσι όπως τον έβλεπες ζαρωμένο, για πενήντα και βάλε τον έκανες. Ήσυχος ανθρωπάκης φαινότανε. Ούτε μίλαγε, ούτε κάπνιζε, παρά μόνο τσίμπαγε κάνα μεζέ κι έπινε από λίγο κρασάκι. Ήσυχος, ξεήσυχος πάντως, τα μάτια καρφωμένα στο κορίτσι τα ‘χε. Σ’ ένα σημείο μάλιστα κάνει νόημα του γκαρσονιού κι «Ότι πάρει από μένα», του ‘πε σιγά. Όμως, από ντροπή θες, από φόβο, ζήτησε να μη της φανερώσει ποιος κερνά. «Μην ανησυχείς» του ‘κανε χαμογελώντας το παιδί κι έτσι όπως έσκυψε να καθαρίσει το τραπέζι, να σου και βλέπει ένα χασαπομάχαιρο ζωσμένο μέσα απ’ το σακάκι.

Τρέχει αμέσως στ’ αφεντικού και «το και το» του λέει. Τρελάθηκε ο Κέρκυρας και «Ποιος κερατάς να ‘ναι αυτός» μουρμούραγε πηγαίνοντας πέρα δώθε στην κουζίνα. Βγήκε μια γύρα στα τραπέζια, ρώτησε δυο, τρεις, κανείς δεν τον είχε ξαναδεί στο Βαρδάρη. Κι αφού κατάλαβε πως άκρη έτσι δε θα ‘βγαζε, πήγε στην ψύχρα και κάθισε απέναντι του. Στην αρχή μουδιασμένα τα λέγανε, μα σα προχώρησε η συζήτηση και κατάλαβε πως δικός τους άνθρωπος, εθνικόφρων και πατριώτης, ήτανε, ησύχασε ο ταβερνιάρης. Κι ο μαύρος απ’ την άλλη, λίγο το πιοτό, λίγο η κουβέντα, κάλμαρε κι αυτός. Πως έβοσκε κάτι γελάδια στο Χαρμάνκιοϊ, έλεγε, πέρα στα προσφυγικά. Και πως απ’ το πρωί είχε κατεβάσει δυο για σφάξιμο κι αφού έδωσε το κρέας και πήρε εκεί πέντε, έξι δραχμές, είπε να μείνει λίγο Σαλονίκη να ξεσκάσει. Κι αφού τα μιλήσανε, τα ξεκαθαρίσανε, τον χτύπησε στην πλάτη ο ταβερνιάρης και πως θα του κανονίσει ξενύχτι με την από πάνω, του ‘πε κλείνοντας το μάτι. Κείνη την ώρα σαν να τον βάρεσε ρεύμα τραβήχτηκε ο γελαδάρης. Παραξενεύτηκε ο Κέρκυρας μα δεν έδωσε βάση. «Ντροπιάρης θα ‘ναι» σκέφτηκε και πιάνοντας τον απ’ τον ώμο, «Πρώτη φορά στο μαγαζί είναι αμαρτία να μας φύγεις παραπονεμένος» του χαμογέλασε. Κι αφού είπε του παιδιού να τον κεράσει άλλη μια, σηκώθηκε να πάει στη δουλειά του.

Όχι δουλειά, ταμεία, τηγάνια και τέτοια. Αλλού έπρεπε να πάει. Στην παρέα που καθότανε δίπλα στην πόρτα. Τέσσερις ήταν αυτοί. Δυο φαλαγγάρχες και δυο μικρότεροι φαλαγγίτες. Όλοι της νεολαίας. Μπορεί να μη φόραγαν στολές, γραβάτες και λοιπά, αλλά απ’ τα δίκοπα τσεκούρια που ‘χαν καρφιτσωμένα στα πέτα εύκολα καταλάβαινες. Πολλά βράδια πέρναγαν, ντεμέκ, να τσεκάρουν αν παίζεται κάνα χασικλίδικο ή κάνας αμανές. Στην αλήθεια βέβαια μπουρδελότσαρκες κάνανε και τ’ άλλα να ‘χαμε να λέγαμε ήτανε. Με το που ‘κατσε ο Κέρκυρας άρχισε να τους δίνει ραπόρτο για τον ξένο αλλά αυτοί ούτε που νοιαζότανε. Άλλα τους απασχόλαγαν. Τα ‘χανε βάλει με την κοπέλα. Δεν τους καλάρεσε που στροφάριζε αντρικά και ψαχνόντανε για καβγά. «Φρόνιμη είναι» τους καθησύχαζε ο ταβερνιάρης, μα αυτοί «Διώξε την παλιοβρώμα» λέγανε κι ας την είχε καβαλήσει από καμιά δεκαριά φορά ο καθένας τους.

Το κορίτσι πάντως λεβέντικα συνέχιζε και στην παρακάτω στροφή που λέει, «Δεν τ’ άξιζες τόσο να σ’ αγαπήσω», βγήκε το μεράκι απ’ τα νύχια κι αλλιώς τώρα το πήγαινε. Βόλταρε στο ένα επί ένα με τα χέρια λυγισμένα. Έπιανε με τ’ αυτί το παίξιμο κι ανάλογα με τα γυρίσματα, μια σήκωνε λίγο το ‘να πόδι, μια το κατέβαζε, και σπάζοντας τη μέση προσκύναγε στο πάτωμα. Χορός πονεμένος δηλαδή, όχι τίποτα μπαλέτα και ψευτιές. Και το μαγαζί από χάβρα, σαν εκκλησία τώρα έμοιαζε. Κατέβηκαν ποτήρια, πιρούνια και λες και βλέπανε δεσπότη όλοι φερόντανε. Αφού ως κι οι νταήδες μόκο τώρα κάνανε και μόνο αυτή κοιτάζανε.

Εκεί πρέπει να την μάτιασαν και στην επόμενη στροφή, παραπάτησε και πήγε να σωριαστεί. Ευτυχώς έτρεξε αμέσως πίσω το γκαρσόνι και την έπιασε απ’ τις μασχάλες. «Καλά είμαι» γύρισε αυτή, δείχνοντας ότι ήθελε και πάλι να μπει, να τελειώσει το χορό. Το πάλεψε μια, δυο, αλλά σαν είδε πως δε το ‘χε, πήρε την μπουκάλα και βγήκε έξω.

Έκανε δυο τρία βήματα στη βροχή και σαν έφτασε στη μέση του δρόμου, γύρισε φάτσα προς το μαγαζί. Πέρασε ένας γέρος μπροστά, κάτι ψιθύρισε, κάτι για λεφτά, για τσιγάρα, δεν του ‘δωσε σημασία. Κοίταξε στην δίπλα πόρτα, κολλητά με του Κέρκυρα, όπου καμιά εικοσαριά φαντάροι στριμώχνονταν στη σκάλα που ‘βγαζε στο πάνω σπίτι. Ύψωσε το κεφάλι προς το μπαλκόνι, όπου μέσα απ’ τα παράθυρα σκιές φαίνονταν στους κοκκινισμένους απ’ τα φώτα, τοίχους. Ξανάπιασε την μπουκάλα κι αφού ήπιε όσο έπρεπε, «Κατέβα κάτω» ούρλιαξε.

Βγαίνει τότε μια μαυριδερή με φορεμένη μόνο μια κιλότα και χύμα τα βυζιά, κι όπως πιάνει ένα παπούτσι της το πετά και «Φεύγα μωρή καριόλα» έσκουζε. «Φεύγα γιατί άμα κατεβώ θα σε χαρακώσω κι ούτε λωβιάρης δε θα σε ζυγώνει μετά». Αλλά φώναζε δε φώναζε, ασάλευτη έστεκε η κοπέλα. Κι όσο την έβλεπε έτσι η από πάνω τόσο τσίτωνε. Εμφανίζεται κι από πίσω μια γριά κι «Έλα μέσα που ‘χουμε δουλειά» την τράβαγε. «Έλα μέσα και σε περιμένουν ουρά οι πελάτες». Αλλά σιγά μην είχε νου η μαυριδερή για τέτοια. Είχε ξεφύγει και πέταγε γλάστρες, βρακιά, ότι έβρισκε. Κι οι φαντάροι από κάτω δώστου σφυρίγματα, γέλια, σύννεφο πήγαινε η καζούρα.

Και μέσα σ’ όλο το πατιρντί, η κοπέλα να επιμένει ατάραχη και σιωπηλή. Και πάνω που ‘λεγες «Που τη βρίχνει τέτοια ηρεμία» να σου και πέφτει σα παραλυμένη στα γόνατα, κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι. Θολωμένη έμοιαζε κι ως και τα μπουζούκια της έφταιγαν τώρα. Φάλτσα της ακούγονταν, κι ένιωθε λες και πενιές μαζί με φωνές της τρύπαγαν τ’ αυτιά. Σα να στριμώχνονταν στο κρανίο και κούτελο μαζί με μηλίγγια να ‘ναι έτοιμα να σπάσουν. Απλώνει, πιάνει άλλη μια τη μπουκάλα αλλά αντί για πιόμα της δίνει μια κάτω και τη σπα. Και με το μισό κομμάτι που κράταγε στο δεξί, γαζώνει τ’ αριστερό χέρι απ’ το μπράτσο ως στον καρπό. Τραβά άλλη μια στο μάγουλο, κι ανοίγει μια αυλακιά πέντε πόντους μακριά. Και να τρέχει νερό το αίμα και να ‘χει γίνει ολοκόκκινη η λάσπη στο δρόμο.

Μετά απ’ αυτά πάνε και κοροϊδέματα και μουσικές, κοπήκαν όλα. Οι μισοί φαντάροι χωθήκανε πίσω στην σκάλα κι οι άλλοι μισοί κρυφτήκανε μες τα στενά.

Εν τω μεταξύ η τσατσόγρια να χαλά κόσμο με τις φωνές απ’ το μπαλκόνι κι η κομπανία μαζί μ’ όλο το μαγαζί, να ‘χουνε παρατήσει όργανα, δουλειές και να ‘χουνε βγει στο δρόμο. Μόνο κοιτάζανε βέβαια, κανείς δεν έλεγε να κουνηθεί, να την πάρει από κει, να της πει μια κουβέντα, να κάνει κάτι τέλος πάντων. Και να συνεχίζει να χτυπιέται το κορίτσι γδέρνοντας στήθια, ξεριζώνοντας μαλλιά και «Κατέβα κάτω» να οδύρεται ξανά.

Με τα πολλά της την έκανε τη χάρη. Κατέβηκε πέντε - πέντε τα σκαλιά, παίρνοντας σβάρνα όποιον έβρισκε μπροστά. Και με το που τον είδε η κοπέλα να ‘ρχεται, έτσι αλαφιασμένος και γυμνός απ’ τη μέση και πάνω, άνοιξε την αγκαλιά. Έτρεξε φορτσάτος προς το μέρος της και σα πλησίασε στο ‘να μέτρο, βγάζει τη ζωστήρα και βάραγε σα να βάραγε τα φίδια. Κεφάλια, πόδια, στα τυφλά έριχνε, όπου έφτανε. Κουλουριασμένο το κορίτσι έβγαζε πνιχτές κραυγές αλλά ούτε που σκέφτηκε να σηκώσει χέρι να προφυλαχθεί. Τις έτρωγε μαζωμένη στο χώμα λες και για το μεγαλύτερο κακό πλήρωνε.

Και σα σταμάτησε το λιάνισμα, τη βουτά απ’ το μαλλί, κι όπως την είχε μούρη με μούρη, «Τι θες μωρή σκρόφα;» της φώναζε. «Τι θες που μου ‘ρχεσαι στουπί κάθε βράδυ και μ’ έχεις κάνει ξευτίλα σ’ όλο το Βαρδάρη». Και άντε πάλι μετά ζωστηριές, βρισιές, τα ίδια απ’ την αρχή. Κι όλοι γύρω τουμπεκί ψιλοκομμένο. Μόνο σε μια στιγμή ένας, έτσι μπασμένος που ‘παιζε το τζουρά, βγήκε μπροστά και «Θα την σκοτώσει» ψέλλισε στους θεατές. Αλλά όλοι σκύβανε κεφάλια και κοίταζαν για το πώς θα κρυφτεί ο ένας πίσω απ’ τον άλλονα. Μόνο σαν είδαν την κοπέλα να μισοσηκώνεται κάπως ξεκουνήθηκαν. Την είδαν να γαντζώνεται με κόπο απ’ τους ώμους του αγαπητικού και με τα χείλη κοντά στο δεξί του αυτί, «Ο κόσμος ότι θέλει ας πει» να του ψιθυρίζει.

Δεν άκουγε καλά αυτός και πιάνοντας την απ’ το λαιμό, «Τι είπε μωρή;», την τράνταζε.

«Στης γης την άκρη αν το ‘λεγες» του σιγοτραγουδούσε. «Στην γης την άκρη αν το ‘λεγες κι αν το ‘θελες θα πάω».

Και τότε, λες και του ‘χε βρίσει μάνα, αδερφή, δεν ξέρω κι εγώ τι, αρπάζει ένα κομμάτι απ’ τη μπουκάλα και της το φέρνει μια πιθαμή απ’ το λαρύγγι. Πετάχτηκε ο ένας φαλαγγάρχης κι «Άστην ρε Μίμη» του φώναξε. «Αξίζει να τραβιέσαι για μια χαμούρα;».

Τ’ άκουσε η μαυριδερή και φοβούμενη μη δειλιάσει «Σφάχτην» έσκουζε του Μίμη. «Σφαχτήν να ξεγνοιάσουμε». Μάλιστα απ’ τις φωνές πήρε θάρρος το μικρότερο απ’ τα δυο της νεολαίας, κι έτσι όπως ήταν λιωμένο απ’ το κρασί άρχισε να πηδά γύρω απ’ το ζευγάρι. Σα να χορεύει πήδαγε και κάθε τόσο έφτυνε κι έβριζε την κοπέλα. Της άρεσαν της μαυριδερής αυτά κι έβγαλε γέλιο κατσαρό. Γέλιο που πολύ το χαιρόντανε αλλά την ίδια στιγμή της βγήκε ξινό. Ξαφνικά, έτσι όπως λοξοκοίταξε προς τον κόσμο, τον είδε να βγαίνει μέσα απ’ το μπούγιο. Κοίταξε άλλη μια και σα σιγουρεύτηκε ότι ήταν στ’ αλήθεια αυτός, άσπρισε ολόκληρη. Και μια έβαζε τα χέρια στο στόμα, μια τα κατέβαζε να κρύψει τα βυζιά, ούτε κι αυτή ήξερε τι έφτιαχνε.

Ο γελαδάρης όμως ευθεία κι αργά βάδιζε προς τα κει που ‘ταν γονατισμένο το κορίτσι. Σταθερά πήγαινε κι ακόμα κι όταν έπεσε πάνω του ο νεολαίος, πόντο δεν λοξοδρόμησε και δίνοντας του μια σπρωξιά τον πέταξε πέρα. Τότε μόνο τσαμπουκαλεύτηκε ένας απ’ τους φαλαγγάρχες και «Θα σε καθαρίσω», «Θα σε σκίσω» κάτι τέτοια φώναζε από μακριά, αλλά σαν τον τράβηξε ο άλλος από δίπλα, το ξανασκέφτηκε και μαζεύτηκε.

Ακούγοντας τη φασαρία έκανε να γυρίσει ο νταβάς, μα πριν προλάβει το παραμικρό, τον έπιασε κεφαλοκλείδωμα ο μαύρος και με τρεις απανωτές μαχαιριές στο πίσω πλευρό τον σώριασε στην λάσπη.

Κι αφού σφούγγισε τη λάμα στο παντελόνι, κοίταξε προς το μπαλκόνι και «Κατέβα κάτω» είπε της μαυριδερής.

«Κατέβα…

… μας περιμένει η μάνα στο σπίτι»…


ΤΕΛΟΣ

Ημερολόγιο 2024 "Φύσηξε Βαρδάρης"
Ομάδα Γειτονιάς του Βαρδάρη.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το Podcast του Ανυπότακτου ΕΠ.2

Δοσίλογοι του Μενέλαου Χαραλαμπίδη (video)